λαγιαρνί

λαγιαρνί
το
αρνί με μαύρο τρίχωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάγιος* + αρνί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λαγιαρνί — το ιού, το μαύρο αρνί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”